χαϊδιάρικος

χαϊδιάρικος
-η, -ο, Ν
βλ. χαδιάρικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαϊδιάρικος — χαϊδιάρικος, η, ο και χαδιάρικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαδιάρη, χαδιάρης: Είναι χαϊδιάρικο παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”